- περιενόστει
- περϊενόστει , περινοστέωgo roundimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρεναπατώ — (I) άω, ΜΑ εξαπατώ, ξεγελώ, πλανεύω («περιενόστει φρεναπατῶν τοὺς πολλούς», Ευστ.) μσν. (σχετικά με γυναίκα) αποπλανώ αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «φρεναπατᾷ χλευάζει». [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ἀπατῶ, άω]. (II) έω, Α φρεναπατῶ (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek